Ύστερος διάλογος του Πλάτωνα με θέμα τη σχέση ενός και πολλών, ο οποίος ασκεί έμμεση κριτική στην πλατωνική θεωρία των Ιδεών όπως αυτή διατυπώθηκε στους διαλόγους της ώριμης περιόδου.

Δραματική μορφή, πρόσωπα, περίοδος συγγραφής

Ο Παρμενίδης είναι ένας αφηγούμενος (διηγηματικός) διάλογος. Ο άγνωστος κατά τα άλλα Κέφαλος από τις Κλαζομενές –που δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον συρακούσιο Κέφαλο της Πολιτείας– διηγείται σε ανώνυμο ακροατήριο μια παλαιά συζήτηση ανάμεσα στον σαραντάχρονο Ζήνωνα, τον εξηνταπεντάχρονο Παρμενίδη και τον νεαρό Σωκράτη (127b-c) που έγινε το καλοκαίρι του 450 π.Χ. Παρόντες ήταν συνολικά επτά άνδρες (129d) από τους οποίους κατονομάζεται επίσης κάποιος Αριστοτέλης (137b-c), μετέπειτα μέλος των Τριάκοντα τυράννων (127d). Ο Παρμενίδης είναι μεταγενέστερος από τους λεγόμενους διαλόγους της ωριμότητας (Συμπόσιο, Φαίδωνα, Πολιτεία, Φαίδρο) και μάλλον εγκαινιάζει την ύστερη συγγραφική περίοδο του Πλάτωνα, κατά την οποία ο αθηναίος φιλόσοφος αντιμετωπίζει κριτικά τη Θεωρία των Ιδεών.

Δομή και περιεχόμενο

Ο Παρμενίδης χωρίζεται σαφώς σε δύο διακριτά μέρη με μικρή εισαγωγή (126a-127d). Στο πρώτο (127d-137c), ο Σωκράτης, που έχει μόλις ακούσει τον Ζήνωνα να διαβάζει ένα σύγγραμμα υποστηρικτικό της παρμενίδειας θέσης ότι το σύνολο της πραγματικότητας αποτελεί αδιάσπαστη ενότητα (128a-b), εκθέτει τη δική του θεωρία των Ιδεών, για να αντιμετωπίσει στη συνέχεια την διεισδυτική και αμείλικτη κριτική του Παρμενίδη. Ανήμπορος να υπερασπιστεί το διανοητικό γέννημά του, ο Σωκράτης δεν ξέρει πλέον πού να στρέψει τον νου (135c). Ο Παρμενίδης, ωστόσο, τον ενθαρρύνει λέγοντάς του ότι η υπόθεση των Ιδεών είναι κατ’ αρχήν μια σωστή μέθοδος σκέψης αλλά το περιεχόμενό της χρειάζεται να ελέγχεται λογικά μέσα από μια πολύπλοκη διαλεκτική άσκηση την οποία το αμαθές πλήθος θεωρεί άχρηστη φλυαρία (135d-e). Στη συνέχεια, ο Παρμενίδης παρουσιάζει τη θεωρητική υποτύπωση της διαλεκτικής άσκησης που έχει κατά νου (135e-136c), για να ακολουθήσει το δεύτερο και εκτενέστερο μέρος του διαλόγου (137c-166c) ως παραδειγματική εφαρμογή αυτής της διαλεκτικής άσκησης. Συνομιλητής του Παρμενίδη είναι εδώ ο Αριστοτέλης, το νεότερο μέλος της παρέας, ο οποίος καθ’ όλη τη διάρκεια της άσκησης παρεμβαίνει μόνον για να αποδεχτεί την εγκυρότητα των παρμενίδειων συλλογισμών. Ο διάλογος κλείνει (166c) με μια σύνοψη των ριζικά αντιθετικών συμπερασμάτων που προέκυψαν από τις δύο αντιφατικές υποθέσεις που εξετάστηκαν.

Το πρόβλημα της ερμηνείας

Ο Παρμενίδης είναι ένας εξαιρετικά δυσπρόσιτος διάλογος. Κάθε σοβαρή ερμηνευτική προσπάθεια οφείλει να απαντήσει στο ερώτημα της σχέσης ανάμεσα στα δύο μέρη του και να εξηγήσει τις συγγραφικές προθέσεις του Πλάτωνα στο εκτενές δεύτερο μέρος. Το πρώτο μέρος του διαλόγου φαίνεται να εγείρει έγκυρες ενστάσεις κατά της θεωρίας των Ιδεών και μπορεί να ερμηνευθεί ως αίτημα για αποσαφήνιση της μεταφυσικής υπόστασης των Ιδεών (απηχώντας πιθανότητα και την εσωτερική κριτική της θεωρίας εντός των κόλπων της Ακαδημίας). Το δεύτερο όμως μέρος, που έρχεται ως επιστέγασμα του πρώτου, βρίθει λογικών σφαλμάτων και θέτει το ζήτημα αν ο συγγραφέας είχε επίγνωση των ολισθημάτων αυτών και, στην περίπτωση που είχε, γιατί δεν τα απάλειψε. Κάποιοι σύγχρονοι ερμηνευτές θεωρούν ότι το δεύτερο μέρος έχει σκωπτικό χαρακτήρα και θέλει να διακωμωδήσει ανάλογες, καθαρά λογικές, έρευνες που συνέβαιναν στη σχολή των Μεγάρων και αλλού. Άλλοι διακρίνουν γνήσιες μεταφυσικές απορίες ή/και λύσεις. Γενικά, ο διάλογος εξακολουθεί να διχάζει τους ερμηνευτές: το δίλημμα αν ο Παρμενίδης ενέχει κάποια θετική διδασκαλία ή αποτελεί ένα απλώς λογικό παίγνιο παραμένει ανοιχτό.

Μέρος πρώτο

Ένα από τα επιχειρήματα του λόγου του Ζήνωνα κατά της ύπαρξης πολλών πραγμάτων (127e) έλεγε ότι αν τα όντα είναι πολλά, τότε θα έπρεπε να είναι όμοια μεταξύ τους (αφού έχουν συμπεριληφθεί σε ένα κοινό σύνολο) αλλά και ανόμοια (αφού είναι διακριτά) – πράγμα λογικά αδύνατο. Από αυτό το λογικό αδιέξοδο ο Ζήνων εξήγαγε το συμπέρασμα ότι τα όντα δεν μπορεί να είναι πολλά. Προκειμένου να λύσει το φλέγον ζήτημα της σχέσης του ενός με τα πολλά, ο Σωκράτης προτείνει τη διάκριση μεταξύ του Όμοιου καθ’ εαυτό και του όμοιου κατά μετοχή. Το ίδιο το Όμοιο – η πλατωνική Ιδέα, δηλαδή – δεν μπορεί να διαθέτει την αντιθετική ιδιότητα του ανομοίου. Όμως τα επιμέρους αισθητά όντα δεν εμποδίζονται να μετέχουν τόσο στην Ιδέα της Ομοιότητας όσο και σε αυτήν της Ανομοιότητας, τόσο στην Ιδέα του Ενός όσο και στην αντιφατική Ιδέα του Πλήθους και να είναι, συνεπώς, και όμοια και ανόμοια μεταξύ τους, δηλαδή και ένα και ταυτόχρονα πολλά (128e-130a). Ο Παρμενίδης παρεμβαίνει και, αφού πρώτα πεισθεί ότι ο Σωκράτης εννοεί τις Ιδέες ως χωριστά όντα που αφορούν πρωτίστως γενικές έννοιες όπως το δίκαιο, το ωραίο και το αγαθό, ίσως φυσικά είδη (άνθρωπος, νερό, φωτιά κ.λπ.), αλλά σίγουρα όχι πράγματα όπως η τρίχα, η λάσπη και η βρωμιά (130b-d), επιθυμεί να μάθει τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται οι Ιδέες με τα αισθητά. Ο Σωκράτης δυσκολεύεται. Αρχικά, αδυνατεί απαντήσει αν κάθε Ιδέα παρίσταται ολόκληρη ή με ένα μόνο μέρος της στα αισθητά πράγματα που μετέχουν σε αυτήν. Και οι δύο εναλλακτικές αποδεικνύονται λογικά ανεπαρκείς (131a-e). Στην πρώτη περίπτωση η Ιδέα θα είναι αναγκαστικά χωρισμένη από τον εαυτό της, ενώ στη δεύτερη θα προκύψει το παράδοξο ότι ένα μικρό μέρος της Ιδέας του Μεγάλου θα καταστήσει το αισθητό πράγμα που το φέρει μεγαλύτερο από την ίδια την Ιδέα, η οποία εντωμεταξύ θα έχει απωλέσει ένα μέρος της. Το επιχείρημα θέτει το ζήτημα της λεγόμενης “αυτοκατηγόρησης των Ιδεών”. Οι διάλογοι της ωριμότητας είχαν υποστηρίξει ότι η Ιδέα του Ωραίου είναι το πιο όμορφο πράγμα και η Ιδέα του Αγαθού το πιο αγαθό πράγμα. Εδώ η βεβαιότητα αυτή φαίνεται να κλονίζεται. Μέσα σε αυτό το πνεύμα, ο Παρμενίδης εκθέτει ένα επιχείρημα (131a-b) που έχει μείνει στην ιστορία της φιλοσοφίας ως “επιχείρημα του τρίτου ανθρώπου” (Αριστ. Μ.τ. Φ. Ζ 13, 1039a2, K 1, 1059b8): αν η Ιδέα του Χ διαθέτει την ιδιότητα χ της οποίας αποτελεί την αιτία, τότε θα χρειαστεί να υποθέσουμε την ύπαρξη μιας ανώτερης Ιδέας του Χ, προκειμένου να εξηγήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η αρχική Ιδέα του Χ και τα πράγματα που είναι χ ανήκουν από κοινού στο ίδιο σύνολο. Το επιχείρημα οδηγεί σε μια επ’ άπειρον αναδρομή. Εξίσου ανεπαρκείς αποδεικνύονται όμως και οι απόπειρες του Σωκράτη να εμφανίσει τις Ιδέες ως σκέψεις (132b) ή ως παραδειγματικά αρχέτυπα της φύσης προς τα οποία τα άλλα πράγματα τείνουν μέσω μιας διαδικασίας εικαστικής εξομοίωσης (132d). Ο Παρμενίδης αντιτείνει ότι οι σκέψεις είναι πάντοτε σκέψεις για πράγματα που βρίσκονται έξω από τον νου (132b-c) και ανασύρει εκ νέου το επιχείρημα του τρίτου ανθρώπου (132d-133a). Το τελικό συμπέρασμα του λογικού ελέγχου που ασκεί ο Παρμενίδης στον Σωκράτη είναι ότι οι Ιδέες θα πρέπει να θεωρηθούν είτε ανύπαρκτες είτε τόσο ριζικά χωρισμένες από τα πράγματα που καλούνται να ερμηνεύσουν ώστε να είναι ουσιαστικά άγνωστες σε μας (133b-135b). Ωστόσο, ο Παρμενίδης υποστηρίζει με έμφαση ότι χωρίς την υπόθεση των Ιδεών η διάνοιά μας δεν θα έχει κανένα σταθερό αντικείμενο αναφοράς και η διαλεκτική δύναμη της σκέψης θα καταρρεύσει (135b-c). Στη συνέχεια, εκεί που συνδέονται ουσιαστικά τα δύο μέρη του διαλόγου (136a-137c), ο Παρμενίδης, παίρνοντας ως παράδειγμα την αρχική υπόθεση του Ζήνωνα (“αν υπάρχουν πολλά”), ζητά από τον Σωκράτη να δει τι προκύπτει ως λογικό συμπέρασμα τόσο από την υπόθεση αυτή όσο και από την άρνησή της (“αν δεν υπάρχουν πολλά”). Αμέσως μετά αναλαμβάνει να δείξει με ένα εκτενές παράδειγμα τι ακριβώς εννοεί, έχοντας προηγουμένως καταστήσει σαφές ότι η άσκηση θα αφορά αποκλειστικά και μόνον Ιδέες (135d-e).

Μέρος δεύτερο

Στη διαλεκτική άσκηση που συνιστά το δεύτερο μέρος του διαλόγου και η οποία χαρακτηρίζεται από τον Παρμενίδη ως ένα τεράστιο πέλαγος λόγων αλλά και πραγματειώδης παιδιά (137a-b), η υπόθεση που εξετάζεται, τόσο στην καταφατική όσο και στην αποφατική μορφή της, ως προς τις συνέπειές της τόσο προς το υποκείμενό της όσο και προς τα άλλα πράγματα, είναι η υπόθεση του Ενός. Με βάση την θεωρητική προϋποτύπωση της μεθόδου στο πρώτο μέρος, θα περιμέναμε οκτώ συνολικά λογικές συναγωγές ως εξής: Α. “Αν το Ένα είναι” (καταφατική υπόθεση),

1. τι προκύπτει για το Ένα σε σχέση με τον εαυτό του,

2. τι προκύπτει για το Ένα σε σχέση με τα άλλα,

3. τι προκύπτει για τα άλλα σε σχέση με τον εαυτό τους,

4. τι προκύπτει για τα άλλα σε σχέση με το Ένα.

Β. “Αν το Ένα δεν είναι” (αποφατική υπόθεση),

5. τι προκύπτει για το Ένα σε σχέση με τον εαυτό του,

6. τι προκύπτει για το Ένα σε σχέση με τα άλλα,

7. τι προκύπτει για τα άλλα σε σχέση με τον εαυτό τους,

8. τι προκύπτει για τα άλλα σε σχέση με το Ένα.

Ωστόσο, η πραγματική διαλεκτική άσκηση περιλαμβάνει εννέα αντί για οκτώ λογικές συναγωγές. Μάλιστα, η πλεονάζουσα τρίτη (155e-157b) είναι η μόνη που αναφέρεται με ένα τακτικό αριθμητικό (ἔτι δὲ τὸ τρίτον λέγωμεν) και η μόνη που συνθέτει τα αντιφατικά συμπεράσματα των δύο προηγουμένων μέσω της καινοφανούς έννοιας της αδιάστατης χρονικής στιγμής (τὸ ἐξαίφνης). Επιπροσθέτως, οι λογικές συναγωγές δεν διακρίνουν τις συνέπειες της αρχικής υπόθεσης με βάση τον περιορισμό που δηλώνεται με τη φράση “σε σχέση με ...”, αλλά εξάγουν από κοινού συμπεράσματα για το Ένα (ή τα άλλα) τόσο σε σχέση με τον εαυτό του (ή τον εαυτό τους) όσο και σε σχέση με τα άλλα (ή το Ένα). Στην παραγματικότητα, ο Παρμενίδης εξετάζει δύο φορές την κάθε υπόθεση ως προς το υποκείμενό της ή τα άλλα πράγματα, με αποτέλεσμα οι λογικές συναγωγές, εκτός της τρίτης, να μπορούν να ταξινομηθούν ανά ζεύγη: 1+2 (τι προκύπτει για το Ένα από την υπόθεση “το Ένα είναι”), 3 (τι προκύπτει για το Ένα από την υπόθεση “το Ένα είναι” αν συνθέσουμε τα συμπεράσματα των συναγωγών 1 και 2), 4+5 (τι προκύπτει για τα άλλα από την υπόθεση “το Ένα είναι”), 6+7 (τι προκύπτει για το Ένα από την υπόθεση “το Ένα δεν είναι”), 8+9 (τι προκύπτει για τα άλλα απο την υπόθεση “το Ένα δεν είναι”). Η ταξινόμηση αυτή δείχνει αφενός μεν την ιδιότυπη θέση που κατέχει η τρίτη συναγωγή, αφετέρου δε τον πειραστικό τρόπο με τον οποίο κινείται ο Παρμενίδης όταν διαδοχικά εξάγει από την ίδια υπόθεση αντιφατικά συμπεράσματα για το ίδιο αντικείμενο. Ο Παρμενίδης θεματοποιεί το είδος των λογικών και εννοιακών ασκήσεων στις οποίες ο επίδοξος πλατωνικός φιλόσοφος οφείλει να εκγυμναστεί προτού κατορθώσει να συλλάβει το ουσιαστικό νόημα της θεωρίας των Ιδεών. Οι δύο βασικές έννοιες είναι το Εν και το Ον. Λόγω της ανεξαίρετης καθολικότητάς τους οι έννοιες αυτές, που αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση κάθε σκέψης, καθίστανται εξαιρετικά προβληματικές αν θελήσει να τις συλλάβει κανείς σε όλες τις λογικές διαστάσεις τους.

Ιστορική σημασία

Η ιστορική σημασία του Παρμενίδη υπήρξε τεράστια. Κατά την ύστερη αρχαιότητα ο διάλογος ερμηνεύθηκε θεολογικά. Για να υπερσκελίσουν το πρόβλημα της αντίφασης που χαρακτηρίζει το δεύτερο μέρος του διαλόγου οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι θεώρησαν ότι κάθε μία από τις εννέα συναγωγές αναφέρεται σε μία διαφορετική θεία υπόσταση ή τα παράγωγά της. Ήδη ο Πλωτίνος θεώρησε ότι οι τρεις πρώτες συναγωγές αφορούν το Εν, τον Νου και την Ψυχή, αντιστοίχως. Στην μεταπλωτινική εποχή η σημασία του Παρμενίδη μεγιστοποιήθηκε. Κοινή ήταν η πεποίθηση ότι το δεύτερο μέρος του διαλόγου περιλάμβανε το σύνολο της θεολογικής διδασκαλίας του Πλάτωνα. Από τα πολλά υπομνήματα και σχόλια για τον Παρμενίδη που γράφτηκαν από τον τρίτο έως τον έκτο αιώνα σώζονται σήμερα εκείνα του Πρόκλου και του Δαμάσκιου.

Συγγραφέας: Σ.Ι. Ράγκος
  • Allen, R.E. Plato's Parmenides. New Haven & London, 1997.
  • Cornford, F.M. Plato and Parmenides: Parmenides' Way of Truth and Plato's Parmenides. London, 1939.
  • Meinwald, C.C. Plato's Parmenides. New York & Oxford, 1991.
  • Miller, M.H. Plato's Parmenides: The Conversion of the Soul. Princeton, 1986.
  • Rangos, S. Dialogue. 2014.
  • Rickless, S.C. Plato's Forms in Transition: A Reading of the Parmenides. Cambridge, 2007.
  • Turner, J.D. , Corrigan, K. eds. Plato’s Parmenides and Its Heritage. Atlanta, 2010.
  • Wood, K. Troubling Play: Meaning and Entity in Plato's Parmenides. New York, 2005.
Θωμάς Ακινάτης

Θωμάς Ακινάτης

Ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του Μεσαίωνα...

Αρίστιππος

Αρίστιππος

Ο Αρίστιππος από την Κυρήνη (435-355 π.Χ.) εντάσσεται στους...

Αυγουστίνος

Αυγουστίνος

Ο Αυγουστίνος (354-430), ο σημαντικότερος θεολόγος και...

Χάιντεγκερ και Πλάτων

Χάιντεγκερ και Πλάτων

Ο Χάιντεγκερ προσεγγίζει τον Πλάτωνα με κριτική διάθεση...