Διάλογος της λεγόμενης μέσης (ή ώριμης) συγγραφικής περιόδου του Πλάτωνα, γνωστός στην αρχαιότητα και ως Περί ψυχής, με βασικά θέματα την ψυχή, την αθανασία της και τις ιδέες

Δραματική πλοκή

Ο Φαίδων είναι ίσως ο πιο δημοφιλής πλατωνικός διάλογος, καθώς διακρίνεται τόσο για τη φιλοσοφική του σημασία όσο και για τη δραματική του πλοκή και τις λογοτεχνικές του αρετές. Η δραματική του χρονολογία τοποθετείται στο 399 π.Χ., έτος θανάτου του Σωκράτη: Ο νεαρός μαθητής του Φαίδων διηγείται στον Πυθαγόρειο Εχεκράτη πώς πέρασε ο δάσκαλός του την τελευταία του ημέρα στη φυλακή, πριν λάβει το κώνειο. Βασικό περιεχόμενο της διήγησης αποτελεί η συνομιλία του Σωκράτη με δύο άλλους νεαρούς Πυθαγορείους, τον Σιμμία και τον Κέβη, οι οποίοι ζητούν από τον δάσκαλο να τους «παρηγορήσει» για τον επικείμενο θάνατό του, αποδεικνύοντάς τους ότι ο θάνατος του σώματος δεν σημαίνει και απώλεια της ψυχής. Η αναδιήγηση αυτής της συνομιλίας καταλαμβάνει το κύριο μέρος του διαλόγου (59c-116a), το οποίο έτσι εγκιβωτίζεται ανάμεσα στην εισαγωγική συνομιλία Φαίδωνα-Εχεκράτη (57a-59c) και στην περιγραφή (και πάλι από τον Φαίδωνα: 116a-118a) των τελευταίων στιγμών του Σωκράτη. Το δραματικό αυτό πλαίσιο παράγει μια διαρκή ένταση, η οποία (χωρίς να διατυπώνεται ρητά) διέπει ολόκληρο το κύριο μέρος του διαλόγου: Το ενδιαφέρον των Σιμμία και Κέβη έχει ολοκληρωτικά καταληφθεί από τον επικείμενο θάνατο του Σωκράτη, από τον οποίο απαιτούν την παρηγορητική απόδειξη της αθανασίας της ψυχής (του), ενώ αυτός (τουλάχιστον κατά διαστήματα) φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη φιλοσοφία ως ύψιστη εκδήλωση της ίδιας της ζωής. Στον διάλογο γίνεται επίσης αναφορά στο γεγονός ότι ο ίδιος ο Πλάτων δεν ήταν παρών στις τελευταίες στιγμές του Σωκράτη. Ο συγγραφέας τονίζει έτσι με έμφαση ότι το περιεχόμενο του διαλόγου αποτελεί δική του κατασκευή και όχι πιστή αναπαραγωγή μιας συζήτησης εν είδει “πρακτικών”. Ο θάνατος του Σωκράτη θα αποτελέσει έτσι το σκηνικό και το πλαίσιο για την ανάπτυξη μιας πλατωνικής φιλοσοφικής θεώρησης που θα κορυφωθεί με την έκθεση της θεωρίας (ή πιο σωστά: της ὑποθέσεως) των ιδεών.

«Αν εκτός από το Ωραίο αυτό καθ’ αυτό υπάρχει και κάτι άλλο ωραίο, τούτο δεν μπορεί για καμιάν άλλη αιτία να είναι ωραίο, παρά γιατί μετέχει σ’ εκείνο το Ωραίο [...] Δεν καταλαβαίνω λοιπόν πλέον τις άλλες αιτίες τις σοφές, ούτε μπορώ να τις κα¬τανοήσω· αλλ’ αν κανείς μου λέει ότι κάτι είναι ωραίο επειδή έχει λουλουδένιο χρώμα ή μορφή ή κάτι παρόμοιο, τότε όλ’ αυτά τα παρατάω, γιατί με ταράζουν· και μένω απλά κι απλοϊκά και ίσως με αφέλεια σε τούτο το δικό μου: ότι τίποτε άλλο δεν το κάνει ωραίο από εκείνου του Ωραίου την παρουσία ή την κοινωνία, με όποι¬ον τρόπο κι απ’ όπου κι αν έρχεται αυτή» (Φαίδων 100c-d).

Εισαγωγική συζήτηση

Στην αρχή του διαλόγου, μετά από σύντομες αναφορές στη σχέση ηδονής και λύπης (60b-c) και στη δική του σχέση με την ποίηση (60c-61c), ο Σωκράτης τονίζει ότι οι φιλόσοφοι δεν επιτρέπεται να αυτοκτονούν, αλλά οφείλουν να εναποθέτουν την επέλευση του θανάτου τους στη βούληση των θεών (61c-62c). Αν όμως, όσο ζούμε, βρισκόμαστε υπό την επιμέλεια των θεών, δεν πρέπει να επιδιώκουμε να παρατείνουμε με κάθε τρόπο τον βίο μας; Ο Σωκράτης αποδέχεται την πρόκληση να συζητήσει περί θανάτου, υιοθετώντας ωστόσο ένα λεξιλόγιο που δεν παραπέμπει τόσο σε φιλοσοφικά επιχειρήματα όσο σε «ισχυρισμούς» (διισχυρισαίμην, 63c) και «ελπίδες» (εὔελπις, 63c, 64a). Επιχειρεί, παράλληλα, έναν εννοιολογικό προσδιορισμό που του επιτρέπει να διευρύνει το πεδίο της συζήτησης: Ορίζοντας τόσο τη φιλοσοφία όσο και τον θάνατο ως απαλλαγή της ψυχής από το σώμα (63b-66a), μπορεί να ομιλεί συγχρόνως και για τα δύο ως οιονεί ταυτόσημες έννοιες· έτσι, μπορεί συγχρόνως να συνομιλεί αφενός ως μελλοθάνατος με τους φίλους του, παρηγορώντας τους για τον επικείμενο θάνατό του, και αφετέρου ως πλατωνικός ήρωας με τους εκάστοτε αναγνώστες ενός διαλόγου περί φιλοσοφίας. Η απαλλαγή της ψυχής από το σώμα θα εμφανιστεί αμέσως σε δύο εκδοχές: απαλλαγή μέσω του θανάτου (66b-67b) και απαλλαγή μέσω ενός ενάρετου βίου (67b-69e). Για την πρώτη εκδοχή ο Σωκράτης παραπέμπει στους γνησίως φιλοσόφους· η έμφαση με την οποία αυτοί απορρίπτουν κάθε γνώση εν ζωή και καταδικάζουν κάθε αναζήτηση της αλήθειας υποδηλώνει ότι πρόκειται πιθανώς για μια ειρωνική αναφορά, με την οποία ο Σωκράτης διακωμωδεί μια ορισμένη εκδοχή φιλοσοφίας. Η δεύτερη εκδοχή, αντίθετα, αποτυπώνει πειστικότερα την έμπρακτη αντίληψη του Σωκράτη για τη φιλοσοφία.

Τα τρία επιχειρήματα για την αθανασία

Ανταποκρινόμενος στην αγωνία των συνομιλητών του για τη μετά θάνατον τύχη της ψυχής, ο Σωκράτης εκθέτει τρία επιχειρήματα, τα οποία πάντως εμφανίζονται ως εκδοχές ενός τρόπου να «λέμε ιστορίες» (διαμυθολογῶμεν, 70b). Το πρώτο είναι το “επιχείρημα των εναντίων” (70c-72e): Όπως όλα τα πράγματα παράγονται από το αντίθετό τους, έτσι και η ζωή παράγεται από τον θάνατο, ο οποίος με τη σειρά του την διαδέχεται στο πλαίσιο μιας αέναης κυκλικής πορείας. Αν το γίγνεσθαι ήταν μονόπλευρο, με μοναδική κατεύθυνση από τη ζωή στον θάνατο, τότε η φύση θα ήταν χωλή (71e). Το δεύτερο επιχείρημα (72e-77a) επικαλείται τον μύθο της ανάμνησης, ο οποίος έχει ήδη εκτεθεί στον Μένωνα: Η πραγματική γνώση, δηλαδή η γνώση των ιδεών, προϋπάρχει των αισθήσεων· επομένως, οι ψυχές μας ήρθαν σε επαφή με τις ιδέες πριν γεννηθούμε, και άρα προϋπήρχαν του σώματος και της γέννησής μας. Βέβαια, όπως σπεύδουν να τονίσουν οι Σιμμίας και Κέβης (77b-78b), το γεγονός ότι η ψυχή προϋπάρχει της γέννησης δεν σημαίνει και ότι επιβιώνει του θανάτου. Ακολουθεί το τρίτο επιχείρημα της “ομοιότητας” ή της “συγγένειας” (78b-80e): Αν δεχτούμε τη διάκριση ανάμεσα (α) στον ορατό κόσμο των φαινομένων και (β) στο αόρατο πεδίο των ιδεών, τότε μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι η ψυχή είναι συγγενής του (β) και ότι «μοιάζει περισσότερο» σε αυτό παρά στο (α). Επομένως, το πιθανότερο είναι μετά την αποβίωση η ψυχή να κατευθυνθεί προς τον χώρο του θείου, του νοητού, του αμεταβλήτου και αιωνίου, ενώ το σώμα προς τον χώρο του θνητού και μεταβλητού. Το τρίτο επιχείρημα εκτίθεται ρητά ως πιθανολόγηση βασισμένη σε αναλογίες, ενώ η έμφαση δίνεται στις συνέπειές του, οι οποίες εκτίθενται βάσει της διάκρισης τριών διαφορετικών τρόπων του βίου (80e-84b): ο βίος των φιλοσόφων υπόσχεται καλύτερη μετά θάνατον τύχη, αν συγκριθεί με όσους υποκύπτουν στη σωματικότητα ή διάγουν έναν βίο κοινής δημόσιας αρετής απλώς «από συνήθεια» και «άνευ φιλοσοφίας».

Αντιρρήσεις και παρέκβαση: η φιλοσοφική αυτοβιογραφία

Στα μοντέλα και τις αναλογίες του Σωκράτη, ο Σιμμίας και ο Κέβης θα αντιτάξουν τα δικά τους: Μήπως η ψυχή είναι κάτι ανάλογο με την αρμονία μιας λύρας, και επομένως χάνεται με τον θάνατο του σώματος όπως χάνεται και η αρμονία ενός μουσικού οργάνου όταν αυτό καταστραφεί; (Σιμμίας, 85e-86d) Ή μήπως η ψυχή μοιάζει με έναν υφαντή, ο οποίος ζει μεν περισσότερο από τα ρούχα που παρήγαγε, δεν είναι όμως και αθάνατος· αντίστοιχα και η ψυχή μπορεί να επιβιώσει μεν μερικών σωματικών θανάτων, κάποτε όμως φτάνει η ώρα και του δικού της θανάτου (Κέβης, 86e-88b). Οι αντιρρήσεις αυτές άσκησαν μεγάλη επίδραση στους παρόντες και οδήγησαν τον Σωκράτη σε μια έκκληση: η έλλειψη βεβαιότητας για την ισχύ κάποιων επιχειρημάτων δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε ένα γενικό μίσος για τους λόγους (μισολογία, 89c-91c). Ακολουθεί απόπειρα ανασκευής του Σιμμία (91e-95a): Πρώτον, η αντίληψη για την ψυχή ως αρμονία είναι ασύμβατη με τη θεωρία της ανάμνησης· δεύτερον, δεν επιτρέπει να κατανοήσουμε ότι υπάρχουν και κακές ψυχές· τέλος, η ψυχή κυριαρχεί επί του σώματος και δεν εξαρτάται από αυτό, όπως εξαρτάται η αρμονία από τη λύρα. Η αντίρρηση του Κέβη, αντίθετα, θα ωθήσει τον Σωκράτη σε μια συνολική εκ βάθρων πραγμάτευση της «αιτίας της γένεσης και της φθοράς» των όντων (95a-96a). Η πραγμάτευση αυτή θα λάβει τη μορφή μιας εξιστόρησης της φιλοσοφικής διαδρομής του Σωκράτη, η οποία ενσωματώνει και αποτυπώνει όχι μια ρεαλιστική αυτοβιογραφία, αλλά την ιστορική ανασυγκρότηση από τον Πλάτωνα των βασικών σταθμών της έως τότε φιλοσοφίας. Ο Σωκράτης εκθέτει αρχικά τη νεανική του ενασχόληση με τους

προσωκρατικούς

φυσικούς φιλοσόφους (96a-97b) και στη συνέχεια τη διάψευση των προσδοκιών που έτρεφε για τον νοῦν του Αναξαγόρα (97b-99c) ¬– πριν επιχειρήσει το δικό του «δεύτερο ταξίδι» (δεύτερος πλοῦς, 99c-102a). Η απόπειρα αυτή ξεκινά από τη θεμελιώδη υπόθεση ότι αιτία του κάθε πράγματος, της κάθε ιδιότητας ή χαρακτηριστικού, είναι η μετοχή σε μια αντίστοιχη ιδέα: Το ωραίο είναι ωραίο μόνο επειδή μετέχει στην ιδέα του ωραίου, και η καρέκλα είναι καρέκλα μόνο επειδή μετέχει στην ιδέα της καρέκλας. Ο Φαίδων περιέχει την πλέον θεμελιώδη έκθεση της πλατωνικής θεωρίας των ιδεών, η οποία εμφανίζεται εδώ ως μια ουσιώδης ὑπόθεσις, από την οποία εξαρτάται η εγκυρότητα κάθε λόγου και επιχειρήματος και η δυνατότητα κάθε διαλόγου. Η αυτοβιογραφία του Σωκράτη στο απόσπασμα 95a-102a έχει δικαίως χαρακτηρισθεί ως η «Magna Charta της δυτικής μεταφυσικής».

– Θέλεις, Κέβη, να σου παρουσιάσω το δεύτερο ταξίδι μου προς αναζήτηση της αιτίας; – Θα το ήθελα πάρα πολύ, είπε. – Έπειτα απ’ αυτά λοιπόν, έχοντας κουραστεί να εξετάζω τα όντα, μου φάνηκε σωστό να προσέξω μήπως πάθω κι εγώ εκείνο που παθαίνουν όσοι κοιτάζουν κι εξετάζουν τον ήλιο κατά την έκλειψή του· διότι κάποιοι καταστρέφουν τα μάτια τους, αν δεν εξετάζουν την εικόνα του στο νερό ή σε κάτι παρόμοιο. Κάτι τέτοιο σκέφτηκα κι εγώ, και φοβήθηκα μήπως τυφλωθώ εντελώς στην ψυχή, βλέποντας τα πράγματα με τα μάτια και επιχειρώντας να τα αγγίξω με την καθεμιά από τις αισθήσεις. Έκρινα λοιπόν αναγκαίο να καταφύγω στους λόγους, και σε αυτούς να εξετάζω την αλήθεια των όντων» (Φαίδων 99d-e).
Το τέταρτο επιχείρημα, ο μύθος και η θανάτωση

Επανερχόμενος στο αίτημα των φίλων του για κατάδειξη της αθανασίας της ψυχής, ο Σωκράτης εντάσσει την “υπόθεση των ιδεών” σε ένα καταληκτικό επιχείρημα (102a-107a): Αντίθετες ιδέες αλληλοαποκλείονται· και καθώς η ψυχή μετέχει διαρκώς στη ζωή, δεν είναι συμβατή με τον θάνατο – επομένως δεν πεθαίνει, αλλά είναι αθάνατη και άφθαρτη. Όπως και τα προηγούμενα, έτσι και αυτό το επιχείρημα δεν συνιστά λογικά έγκυρη απόδειξη της αθανασίας. Ο Σωκράτης το αναγνωρίζει, όταν στη συνέχεια αφενός τονίζει την αναγκαιότητα περαιτέρω ελέγχου όσων υποστήριξε (107b-d), ενώ αφετέρου επιχειρεί να επικυρώσει την ισχύ τους καταφεύγοντας σε έναν μύθο για τη μεταθανάτια πορεία και τύχη των ψυχών (107d-114c), ο οποίος επιβεβαιώνει τη σημασία που έχει εν ζωή η επιμέλεια της ψυχής μας (114c-115e). Ο διάλογος κλείνει με μια ακραία δραματική και βαθιά συγκινητική περιγραφή των τελευταίων στιγμών του Σωκράτη (116a-118a), ο οποίος λαμβάνει το κώνειο και αποχαιρετά τους φίλους του σε κατάσταση πλήρους ηρεμίας και γαλήνης.

«Εκείνος περπατούσε τριγύρω, και όταν είπε πως αισθάνθηκε να βαραίνουν τα σκέλη του, ξάπλωσε ύπτια – αυτή ήταν η εντολή του ανθρώπου που του είχε δώσει το δηλητήριο· αυτός τώρα τον άγγιζε κι εξέταζε κατά διαστήματα τα πόδια και τα σκέλη του. Κι όταν πίεσε δυνατά το πόδι και τον ρώτησε αν το αισθάνεται, εκείνος είπε όχι. Και μετά το ίδιο με τις κνήμες, και συνεχίζοντας έτσι προς τα πάνω μάς έδειχνε ότι άρχιζε να παγώνει και να γίνεται άκαμπτος. Τον ψηλαφούσε ο ίδιος και είπε πως όταν αυτό φτάσει προς το μέρος της καρδιάς, τότε θα ξεψυχήσει» (Φαίδων, 117e-118a).
Συγγραφέας: Παναγιώτης Θανασάς
  • Bostock, D. Plato's Phaedo. Oxford, 1986.
  • Rowe, C. Plato: Phaedo. Cambridge, 1993.
  • Θανασάς, Π. Δευκαλίων. 1999.
Ισοκράτης και Πλάτων

Ισοκράτης και Πλάτων

Βασικός εκπρόσωπος της παράδοσης που αργότερα ονομάστηκε...

Ο ρόλος του μύθου στο έργο του Πλάτωνα

Ο ρόλος του μύθου στο έργο του Πλάτωνα

Το πλατωνικό έργο περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό μυθικών...

Αριστοτελισμός και Πλατωνισμός στο ύστερο Βυζάντιο

Αριστοτελισμός και Πλατωνισμός στο ύστερο Βυζάντιο

Το ζήτημα της αντιθετικής σχέσης Πλάτωνα και Αριστοτέλη και...

Φιλόλαος

Φιλόλαος

Πυθαγόρειος φιλόσοφος σύγχρονος του Σωκράτη – ο...