Κατηγορία: Πρόσωπα

Καντ, νεοκαντιανισμός και Πλάτων

Ο Καντ, όπως και ο νεοκαντιανισμός, επιχειρούν μια αποσπασματική, ενίοτε παραγωγική και ενδιαφέρουσα ανάγνωση του πλατωνικού έργου, η οποία εκπορεύεται ρητά από τα δικά τους συστηματικά ενδιαφέροντα.

Καντ

Ο Καντ (Immanuel Kant, 1724–1804) καταλαμβάνει μια κομβική θέση στην εξέλιξη της νεότερης φιλοσοφίας. Άσκησε κριτική στις (κατά τη γνώμη του μονομερείς) θεωρήσεις του νεότερου ορθολογισμού και εμπειρισμού και επιχείρησε να τις συμβιβάσει. Συγχρόνως, το έργο του αποτέλεσε την αφετηρία της εμφάνισης και διαμόρφωσης ρευμάτων όπως ο γερμανικός ιδεαλισμός

, ενώ εξακολουθεί να ασκεί μεγάλη επίδραση στις σύγχρονες φιλοσοφικές αναζητήσεις. Το έργο του ώριμου Καντ προσδιορίζεται ως «κριτική φιλοσοφία»: Αντιμέτωπος με τις διαμάχες και τα αδιέξοδα της παραδοσιακής μεταφυσικής, η οποία φαίνεται ότι δεν μπορεί να συμβαδίσει με την πρόοδο των υπόλοιπων επιστημών, ο Καντ επιχειρεί να την επαναθεμελιώσει μέσω του κριτικού εγχειρήματος, το οποίο συνίσταται στον σαφή προσδιορισμό και την αυστηρή οριοθέτηση των ορίων του Λόγου (ratio, Vernunft). Ο φιλόσοφος αποδέχεται την ύπαρξη και δεσμευτικότητα μιας γνώσης a priori, δηλαδή ανεξάρτητης από την εμπειρία· η γνώση αυτή, ωστόσο, δεν έχει ως αντικείμενο έναν νοητό κόσμο, αλλά αποτελεί γνώση του τρόπου με τον οποίο ο εμπειρικός κόσμος συγκροτείται από το ανθρώπινο υποκείμενο: «από τα πράγματα γνωρίζουμε a priori μονάχα εκείνο που εμείς οι ίδιοι θέτουμε εντός τους». Η ενασχόληση του Καντ με την ιστορία της φιλοσοφίας υπήρξε περιορισμένη. Οι πρώτες του αναφορές στον Πλάτωνα εμφανίζονται περί το 1770 και πιθανότατα δεν στηρίζονται σε επαφή με τα πλατωνικά κείμενα αλλά απηχούν τη μελέτη δευτερογενών πηγών της εποχής. Ο Πλάτων εμφανίζεται έτσι υπό τη σκιά της νεοπλατωνικής και χριστιανικής μεθερμηνείας του και ιδίως της ρομαντικής πρόσληψης του πλατωνισμού, με αποτέλεσμα να αναγορεύεται από τον Καντ σε πρότυπο μιας φιλοσοφίας της «φαντασιοκοπίας» (Schwärmerei). Στην Κριτική του καθαρού Λόγου (1781), το κεφάλαιο «Περί των ιδεών εν γένει» (σελ. Α 312-320) υιοθετεί την πλατωνική έμφαση σε γνώσεις που υπερβαίνουν την εμπειρία, τονίζοντας ωστόσο ότι «ο Πλάτων συναντούσε τις ιδέες του κυρίως σε κάθε τι που είναι πρακτικό, δηλαδή που στηρίζεται στην ελευθερία»· απορρίπτεται, αντίθετα, η επέκταση της έννοιας της ιδέας «σε θεωρησιακές γνώσεις», καθώς και η «μυστική παραγωγή αυτών των ιδεών» (σελ. Α 314). Η πλατωνική έννοια της αρετής παρέχει μια πρώτη θεμελίωση της «πρακτικής ισχύος» του ιδεώδους ως κανονιστικής αρχής που υπερβαίνει κάθε εμπειρικό περιορισμό. Η επίδραση και αναγνώριση της πλατωνικής φιλοσοφίας είναι προφανής στα έργα της καντιανής ηθικής φιλοσοφίας, τα οποία εμφανίζουν το σωκρατικο-πλατωνικό πρότυπο ως μια πρώτη ιστορική θεμελίωση της ορθολογικής ηθικότητας, η οποία αντιδιαστέλλεται στον «ευδαιμονισμό» του «επικουρισμό». Το κείμενο του 1796 «Περί ενός προσφάτως εγερθέντος αριστοκρατικού τόνου εν τη φιλοσοφία» ταλαντεύεται εκ νέου ανάμεσα στη συλλήβδην υπαγωγή του Πλάτωνα στον «φαντασιοκόπο ιδεαλισμό» και στην απόπειρα διάσωσης του «Πλάτωνα της Ακαδημίας» από τη μετέπειτα αναγόρευσή του σε «πατέρα κάθε φαντασιοκοπίας στη φιλοσοφία». Στη ρομαντική εκδοχή και πρόσληψή του, ο πλατωνισμός έχει ταυτιστεί πλέον με μια ψευδο-ποιητική φιλοσοφία των υψηλών «διαισθήσεων», της άμεσης γνώσης και του «συναισθήματος», την οποία ο Καντ αναγνωρίζει ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο για ό,τι αυτός (όπως, παραδόξως, και ο ίδιος ο Πλάτων!) εκλαμβάνει ως πραγματική, επιστημονική φιλοσοφία: για τη συνθετική λειτουργία των εννοιών.

Νεοκαντιανισμός

Ο νεοκαντιανισμός είναι το κυρίαρχο ρεύμα στη φιλοσοφική σκηνή της Γερμανίας κατά την περίοδο 1870-1920 και συγκροτείται γύρω από τις Σχολές του Μαρβούργου και της Βάδης. Στόχος είναι όχι η απλή ερμηνεία του Καντ ή η στοίχιση πίσω από τις απόψεις του, αλλά η κριτική θεώρηση της ισχύος της φιλοσοφικής του θεώρησης, σε αντιδιαστολή με άλλα φιλοσοφικά ρεύματα. Οι αναφορές στην ιστορία της φιλοσοφίας δεν τίθενται στην υπηρεσία της ιστορικής ή φιλολογικής ακρίβειας, αλλά επιδιώκουν να ανασυγκροτήσουν τη φιλοσοφική παράδοση ως μια μορφή προϊστορίας της καντιανής κριτικής φιλοσοφίας και να αναζητήσουν σε επιμέρους σταθμούς της παράδοσης επιχειρήματα που επιβεβαιώνουν θέσεις του (νεο-)καντιανισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, εξέχουσα θέση κατέχει η ενασχόληση με τον Πλάτωνα (και ειδικότερα με την πλατωνική θεώρηση της ιδέας) δύο σημαντικών εκπροσώπων της Σχολής του Μαρβούργου: του Κοέν (Hermann Cohen) και του Νάτορπ (Paul Natorp). Η πρώιμη ενασχόληση του Κοέν με τον Πλάτωνα αποτυπώνεται στα κείμενα «Η πλατωνική θεωρία των ιδεών στην ψυχολογική της ανάπτυξη» (1866) και «Η πλατωνική θεωρία των ιδεών και τα μαθηματικά» (1878). Δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο σχετικό χωρίο του

Φαίδωνα

(100a-b), ο Κοέν θα τονίσει τον χαρακτήρα της ιδέας ως ὑποθέσεως, της οποίας η ισχύς επιβεβαιώνεται πάντοτε στο πλαίσιο της δυναμικής σχέσης της με τα επιμέρους όντα. Οι πλατωνικές ιδέες εμφανίζονται έτσι όχι ως “αυτάρεσκες” υπερβατικές υποστάσεις, αλλά ως μορφές διαμεσολάβησης και σύνδεσης της νόησης και του Είναι μέσω του λόγου. Η ιδέα αναδεικνύεται αφενός μέσω της μεθέξεως των επιμέρους όντων σε αυτήν και αφετέρου μέσω της λειτουργίας της στο πλαίσιο μιας αλληλουχίας λόγων. Είναι συνεπώς ευνόητο ότι η απόδοση από τον Πλάτωνα μιας εξέχουσας θέση στην ιδέα του αγαθού (ἀνυπόθετον) επικρίνεται από τον Κοέν ως διολίσθηση σε μια κακώς νοούμενη μεταφυσική του απολύτου. Ευρύτερη και βαθύτερη γνώση του πλατωνικού έργου, λόγω και της φιλολογικής του κατάρτισης, έχει ο Νάτορπ, ο οποίος το 1903 δημοσιεύει μια από τις σημαντικότερες πλατωνικές μελέτες του εικοστού αιώνα: την Πλατωνική θεωρία των ιδεών. Το έργο πραγματεύεται τον ρόλο των ιδεών σε μεγάλο αριθμό πλατωνικών διαλόγων, δίνοντας έμφαση στον

Φαίδωνα

και τους ύστερους διαλόγους. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Νάτορπ βρίσκεται η λογική λειτουργία των ιδεών ως πηγών γνώσης του εμπειρικού κόσμου. Οι ιδέες δεν είναι πράγματα αλλά θεμελιωτικές υπο-θέσεις, με τις οποίες «η νόηση τρόπον τινά διαμορφώνει το αντικείμενό της προσβλέποντας σε αυτό, αντί να το λαμβάνει απλώς ως δεδομένο» (σελ. 1). Βασικό επίτευγμα του

θεωρείται η διατύπωση μιας «γενικής θεωρίας της κατηγόρησης» (σελ. 296), ενώ το ἀνυπόθετον της ιδέας του αγαθού αποτελεί «όχι κάποια έσχατη λογική αρχή, αλλά την αρχή του ίδιου του λογικού στοιχείου εν γένει, εντός της οποίας οφείλουν εν τέλει να θεμελιώνονται όλες οι επιμέρους θέσεις της νόησης» (σελ. 194). Οι πλατωνικές μελέτες του νεοκαντιανισμού είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις εσωτερικές φιλοσοφικές αναζητήσεις του ρεύματος και επιχειρούν να μεταθέσουν το κέντρο βάρους της πλατωνικής φιλοσοφίας από την οντολογική στη γνωσιοθεωρητική προβληματική. Ακολούθησαν τη γενικότερη μοίρα του νεοκαντιανισμού, περιπίπτοντας και αυτές σε λήθη κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Αυτό, ωστόσο, δεν ακυρώνει τη σημασία πολλών από αυτές τις μελέτες, οι οποίες ακόμη μπορούν να λειτουργήσουν ως πηγές ανανέωσης της πλατωνικής έρευνας.

«Δεν είμαι σε θέση να πω αν η βαθύτερη μελέτη των συστηματικών ερωτημάτων με βοήθησε σε μια καθαρότερη κατανόηση του Πλάτωνα, ή αν ισχύει περισσότερο το αντίστροφο. Πιστεύω ότι τούτο [το δίλημμα] αποτελεί τη μοίρα όχι μόνο της δικής μου, αλλά της φιλοσοφίας εν γένει» (Νάτορπ, Platos Ideenlehre, σελ. xii).

Συγγραφέας: Παναγιώτης Θανασάς
  • Heimsoeth, H. Kant-Studien. 1965.
  • Holzhey, H. "Platon im Neukantianismus. Einleitung und Überblick." Mojsisch, B., Kobusch, T. eds. Platon in der abendländischen Geistesgeschichte. Darmstadt, 1997.
Χάιντεγκερ και Πλάτων

Χάιντεγκερ και Πλάτων

Ο Χάιντεγκερ προσεγγίζει τον Πλάτωνα με κριτική διάθεση...

Πολιτεία

Πολιτεία

Διάλογος της μέσης περιόδου του Πλάτωνα (αναφερόμενος στην...

Ιταλική Αναγέννηση και Πλατωνισμός

Ιταλική Αναγέννηση και Πλατωνισμός

Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ιταλικής...

Παρμενίδης

Παρμενίδης

Ύστερος διάλογος του Πλάτωνα με θέμα τη σχέση ενός και...