Κατηγορία: Φιλοσοφικές θεωρίες

Γνωστικισμός και Πλάτων

Aπολυτρωτικές διδασκαλίες που αναπτύχθηκαν στους κόλπους του χριστιανισμού κατά τους πρώτους τρεις αιώνες της ιστορίας του με εμφανή επιρροή από την πλατωνική φιλοσοφία, κυρίως όσον αφορά τις διακρίσεις του νοητού από το αισθητό και του αιώνιου από το φθαρτό.

Γνωστικισμός

Ο όρος “γνωστικισμός” δημιουργήθηκε τον 17ο αιώνα. Έκτοτε χρησιμοποιείται για να δηλώσει ποικίλες θρησκευτικές τάσεις που εμφανίστηκαν κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες σε αντιπαράθεση με ό,τι κατέληξε να είναι η επίσημη χριστιανική ορθοδοξία. Με την έννοια αυτή, ο γνωστικισμός αποτελεί μια αίρεση, ή μάλλον ένα γένος διακριτών αιρέσεων, που δημιουργήθηκε εντός των κόλπων του χριστιανισμού.

Υπάρχει, ωστόσο, μεγάλη συζήτηση σχετικά με τις απαρχές του φαινομένου. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο γνωστικισμός προϋπήρχε του χριστιανισμού και αποτελεί παραφυάδα της απόκρυφης ιουδαϊκής γραμματείας και του εβραϊκού μυστικισμού. Άλλοι θεωρούν ότι αποτελεί προσπάθεια σύνθεσης στοιχείων ιουδαιοχριστιανικών με τις εννοιακές απαιτήσεις που χαρακτήριζαν τον φιλοσοφικό ελληνισμό.

Η γνωστική διδασκαλία

Οι διάφορες γνωστικές τάσεις που αναπτύχθηκαν από τον πρώτο έως και τον τρίτο αιώνα, παρά τις σημαντικές μεταξύ τους αποκλίσεις, έχουν ένα κοινό σημείο αναφοράς: την κοινή πεποίθηση α) ότι ο αισθητός κόσμος αποτελεί το ατελές, ή και εγγενώς κακό, δημιούργημα όχι του πρώτου αλλά ενός κατώτερου θεού, και β) ότι στόχος του ανθρώπου είναι η υπέρβαση του κόσμου αυτού μέσω μιας εσωτερικής γνώσεως και η επανένωση της αποκαθαρμένης ψυχής με την πρώτιστη θεϊκή αρχή.

Στα κείμενα της γνωστικής γραμματείας ο όρος γνῶσις δεν σημαίνει διανοητική κατανόηση και δυνατότητα απόδειξης, όπως συμβαίνει συχνά σε έργα φιλοσοφικά, αλλά βαθιά και ουσιαστική επίγνωση, άμεση διαίσθηση και/ή μυστικιστική ενόραση. Ο στόχος της επιζητούμενης γνώσης ήταν πάντοτε λυτρωτικός, ποτέ καθαρά θεωρητικός.

Η αντικοσμική διάθεση των Γνωστικών μπορούσε να πάρει – και όντως πήρε – δύο φαινομενικά αντίθετες πορείες: την οδό του ασκητισμού και της πλήρους άρνησης των σωματικών ηδονών, από την μια, και την οδό του άκρατου, έως και παραβατικού, ερωτισμού, από την άλλη. Τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίπτωση στόχος ήταν η έξοδος από το δεσμωτήριο των αισθήσεων που αποτελούσαν, κατά τους Γνωστικούς, τη μεγαλύτερη τροχοπέδη για τη λύτρωση και την αιτία της πτώσης του αρχέγονου Ανθρώπου στην ύλη.

Οι αντιθέσεις του νοητού με το αισθητό, της ψυχής με το σώμα, του Είναι με το γίγνεσθαι, της Ιδέας με την ύλη και του αθάνατου με το θνητό, που τονίζονταν ιδιαίτερα στα κείμενα των Γνωστικών, προέρχονταν εσχάτως από την πλατωνική μεταφυσική και τους εσχατολογικούς μύθους διαλόγων όπως ο Φαίδων, ο Φαίδρος και η Πολιτεία. Στον γνωστικισμό ανιχνεύονται έτσι διάφορες όψεις του πλατωνικού δυισμού.

Οι αρχηγέτες του γνωστικισμού συνένωσαν μυθικές εικόνες και θρησκευτικά σύμβολα της Ανατολής με προσωποιημένες φιλοσοφικές έννοιες και συνέθεσαν αφηγήματα, ενίοτε εξόχως περίπλοκα, που ικανοποιούσαν όχι μόνον τον νου αλλά και τις καρδιές των οπαδών τους. Το ελληνικής προέλευσης μοντέλο του σύμπαντος, με τη γη στο κέντρο, τις σφαίρες των επτά πλανητών ενδιαμέσως και τη σφαίρα των απλανών αστέρων στην εξωτερική περιφέρεια, λειτουργούσε ως το θέατρο ενός υπαρξιακού δράματος κοσμικών διαστάσεων που επαναλαμβανόταν σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση ανθρώπινης γέννησης. Μια πληθώρα υπερφυσικών όντων (Αιώνων, Αγγέλων, Αρχόντων κ.ά.) πληρούσαν τον χώρο μεταξύ ουρανού και γης και επηρέαζαν, θετικά ή αρνητικά, την άνοδο και κάθοδο των ψυχών.

Το τρίπτυχο “άνθρωπος-κόσμος-θεός” οριοθετούσε τη γνωστική διδασκαλία. Αντίθετα με τον επίσημο χριστιανισμό, οι Γνωστικοί θεωρούσαν τη σωτηρία ως προϊόν όχι απλής πίστης αλλά εσώτερης γνώσης των τριών αυτών βασικών όρων της μυθικής οντολογίας τους. Σύμφωνα με ορισμένους, οι άνθρωποι χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τον βαθμό ετοιμότητάς τους να αφομοιώσουν τη λυτρωτική γνώση: τους “υλικούς”, τους “ψυχικούς” και τους “πνευματικούς”.

Τα κύρια ρεύματα του γνωστικισμού ήταν οι σηθιανοί γνωστικοί (που πήραν το όνομά τους από τον Σηθ, μυθικό γιο του Αδάμ, από τον οποίο θεωρούσαν οι ίδιοι ότι κατάγονται), η σχολή του Βασιλείδη (ακμή π. 117-161) στην Αλεξάνδρεια, η σχολή του Βαλεντίνου (π. 100-175) στη Ρώμη και ο μανιχαϊσμός (που πήρε το όνομά του από τον Πέρση ιδρυτή του Μάνη (214-276) και αποτέλεσε αυτόνομη θρησκεία για κάποιο διάστημα).

Η βιβλιοθήκη του Ναγκ Χαμάντι

Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, εκτός από λίγες κοπτικές μεταφράσεις που διέσωζαν πρωτότυπα ελληνικά έργα, οι γνώσεις μας για τον γνωστικισμό βασίζονταν κυρίως στις καταγγελτικές μαρτυρίες χριστιανών πατέρων (ιδίως του Ειρηναίου, Ιππόλυτου Ρώμης και Επιφάνιου Σαλαμίνος). Το 1945, όμως, ανακαλύφθηκε στην Αίγυπτο η βιβλιοθήκη μιας γνωστικής κοινότητας (γνωστή πλέον από την πλησιέστερη πόλη ως Nag Hammadi Corpus = N.H.C.) η οποία περιέχει, σε 13 κώδικες, 46 ελληνικά έργα, τα περισσότερα άγνωστα ώς τότε, σε κοπτική μετάφραση. Ανάμεσά τους περιλαμβάνεται και ένα μικρό απόσπασμα από την πλατωνική Πολιτεία (588a-589b), γεγονός που δείχνει ότι ανάμεσα στα αναγνώσματα των Γνωστικών περιλαμβάνονταν και πλατωνικοί διάλογοι.

Ένα παράδειγμα σηθιανής κοσμογονίας

Το βασικότερο κείμενο του σηθιανού γνωστικισμού θεωρείται το Απόκρυφο [ενν. Ευαγγέλιο] του Ιωάννη, έργο που έχει διασωθεί σε τέσσερεις εκδοχές (N.H.C. ΙΙ.1, N.H.C. ΙΙΙ.1, N.H.C. IV.1 και έναν γνωστικό κώδικα του Βερολίνου). Πρόκειται για μια αποκάλυψη που προσφέρει ο Ιησούς στον Ιωάννη, τον γιο του Ζεβεδαίου, η οποία περιγράφει πώς διάφορες θείες οντότητες προήλθαν από έναν εντελώς υπερβατικό και απρόσιτο πρώτο θεό, πώς δημιουργήθηκε ο αισθητός κόσμος και πώς μπορεί ο άνθρωπος να σωθεί. Ως πρώτο γέννημα της υπερβατικής Μονάδας, η οποία περιγράφεται με τους όρους μιας ακραίας αποφατικής θεολογίας, εμφανίζεται η Βαρβηλώ, μια θεότητα που παρουσιάζεται άλλοτε ως θηλυκή και άλλοτε ως ανδρόγυνη. Καθώς ενατενίζει την πρώτη Μονάδα, η Βαρβηλώ γεννά ένα Τέκνο του Φωτός που ταυτίζεται με τον Χριστό και ονομάζεται Αυτογενής. Το τρίπτυχο Πατέρας-Μητέρα-Υιος αποτελεί τον βασικό μεταφυσικό πυρήνα του σηθιανού μυθικοφιλοσοφικού συστήματος. Αλλά στη συνέχεια οι υποστάσεις πληθύνονται. Ο Υιός γεννά τέσσερα Φώτα και δώδεκα Αιώνες μοιρασμένους ισομερώς στα Φώτα. Οι Αιώνες είναι υποστασιοποιημένες αφηρημένες έννοιες και αρετές, όπως η Αλήθεια, η Μνήμη, η Ειρήνη, η Κατανόηση, η Τελειότητα κ.λπ, και αποτελούν, μαζί με τις ανώτερες αρχές από τις οποίες προήλθαν, το θεϊκό Πλήρωμα. Στη συνέχεια, από το σύνολο των τριών πρώτων θεϊκών υποστάσεων αναδύεται ο αρχέτυπος και τέλειος Άνθρωπος που ονομάζεται Πιγεραδάμας ή Γηραδάμας (= “περιέργος Αδαμ” ή “αρχαίος Αδάμ”). Οι Αιώνες δημιουργούν ερωτικά ζεύγη, το καθένα από τα οποία γεννά κι από ένα νέον Αιώνα. Ωστόσο, για λόγους που δεν εξηγούνται, η Σοφία (που ανήκει στους Αιώνες) επιθυμεί να γεννήσει παιδί χωρίς τη δημιουργική συμβολή του συντρόφου της – και το καταφέρνει. Εδώ εντοπίζεται η απαρχή του κακού. Το τέκνο της Σοφίας ονομάζεται Ιαλνταμπαώθ, παρουσιάζεται ως λεοντόμορφο φίδι, και είναι ο δημιουργός του αισθητού κόσμου. Είναι όμως ένας κακός δημιουργός γιατί αγνοεί τις ανώτερες υποστάσεις και δημιουργεί έναν κόσμο εγγενώς πλημμελή. Ο κόσμος αυτός αρχικά δεν είχε ανθρώπους. Αλλά όταν ο Ιαλνταμπαώθ ατένισε τη μορφή του αρχέτυπου Ανθρώπου πάνω στα νερά του κόσμου του, αποφάσισε να δημιουργήσει το ανθρώπινο γένος και έπλασε, με τη βοήθεια 360 αγγέλων, τον Αδάμ στον οποίο αργότερα εμφύσησε την πνοή του. Επειδή η πνοή του έφερε τα ίχνη της μητέρας του Σοφίας, η οποία αποτελούσε ένα κατώτερο έκτυπο της ίδιας της Βαρβηλούς, στον άνθρωπο εμφανίστηκε μια (αμυδρή) συνείδηση ανώτερης καταγωγής, δηλαδή προέλευσης από το Πλήρωμα της θεότητας. Την συνείδηση αυτή ο Ιαλνταμπαώθ την εγκλώβισε μέσα στο σώμα και την φυλάκισε με τα δεσμά της λήθης, με αποτέλεσμα η σωτηρία του ανθρώπου να καταστεί εξαιρετικά δυσχερής. Η αποκάλυψη του Ιησού στον Ιωάννη ολοκληρώνεται με την εξής διδαχή: όποιος χρησιμοποιήσει δεόντως τον νου του, δηλαδή το ανώτερο μέρος της ψυχής του, μπορεί να απελευθερωθεί από την απάτη του υλικού κόσμου, να βρει την αληθινή γνῶσιν και να σωθεί.

Οι πλατωνίζουσες σηθιανές πραγματείες

Από το σύνολο της γνωστικής γραμματείας τέσσερα έργα διακρίνονται για τον χαρακτηριστικά πλατωνίζοντα χαρακτήρα τους. Πρόκειται για τον Ζωστριανό (N.H.C. VIII.1), τον Αλλογενή (N.H.C. XI.3), τις Τρεις Στήλες του Σηθ ( N.H.C. VII.5) και τον Μαρσάνη ( N.H.C. X.1). Τα δύο πρώτα αναφέρονται από τον Πορφύριο (Πλωτ. 16) ως κείμενα που διαβάστηκαν στο σεμινάριο του Πλωτίνου και αντικρούστηκαν σθεναρά από τον Αμέλιο, τον Πλωτίνο και ίσως και τον Πορφύριο.

Αντί της (συνηθισμένης σε άλλα σηθιανά έργα) καθόδου ενός λυτρωτή που αποκαλύπτει στους ανθρώπους την γνῶσιν, τα κείμενα αυτά παρουσιάζονται ως αποκαλύψεις προερχόμενες από τη μυστικιστική άνοδο της ψυχής ενός ανθρώπου στον υπερουράνιο χώρο. Η διοτιμική κλίμακα του Συμποσίου λειτουργεί ως το πλατωνικό πρότυπο για την άνοδο της ψυχής στις ανώτερες θείες υποστάσεις, ενώ οι υποθέσεις του δευτέρου μέρους του Παρμενίδη ερμηνεύονται, όπως και στον νεοπλατωνισμό, όχι ως γνήσιες μεταφυσικές απορίες αλλά ως θετικές αποφάνσεις για την ίδια τη φύση του θείου στις διάφορες εκφάνσεις του. Τα κείμενα αυτά φέρουν έντονα σημάδια επιρροής από μεσοπλατωνικές και νεοπυθαγόρειες θεωρίες. Η Βαρβηλώ, π.χ., τριμερίζεται στις υποστάσεις του Καλυπτοῦ (= “κρυμμένου”), του Πρωτοφανοῦς (= “πρωτοφανερωμένου”) και του Αὐτογενοῦς (= “αυτογέννητου”) με τρόπο που θυμίζει όχι μόνον αντίστοιχες αρφικές διδασκαλίες αλλά και τις θέσεις του Νουμήνιου και άλλων νεοπυθαγόρειων στοχαστών της ίδιας περιόδου. Εδώ πρωτοεμφανίζεται, επίσης, το τρίπτυχο Ύπαρξη-Ζωή-Νους, το οποίο δεν ανιχνεύεται στον νεοπλατωνισμό πριν από τον Πρόκλο.

Επίδραση

Τα γνωστικά ή γνωστικίζοντα στοιχεία που θα μπορούσαν να βρουν έδαφος ανάπτυξης εντός των πλατωνικών κύκλων της ύστερης αρχαιότητας, περιορίστηκαν από την ελληνική διάθεση να δοξαστεί το κάλλος και η αρμονία του αισθητού κόσμου. Μάλιστα, ο Πλωτίνος, που από πολλές απόψεις θα μπορούσε να θεωρηθεί πνευματικός συγγενής των Γνωστικών, έγραψε μια μεγάλη πραγματεία εναντίον τους (διαμελισμένη σε τέσσερεις διαφορετικές πραγματείες από τον Προφύριο: Ενν. ΙΙΙ.8, V.8, V.5, II.9). Το πρόβλημά του με τον γνωστικισμό ήταν η βαθιά ασέβεια που υποκρύπτεται στην άποψη ότι το αισθητό σύμπαν είναι κακό.

Όψεις του αρχαίου γνωστικισμού έχουν επιβίωσει διαμέσου των αιώνων σε διάφορες μορφές και διάσημοι πνευματικοί άνθρωποι των νεότερων χρόνων (William Blake, Arthur Schopenhauer, Herman Melville, Madame Blavatsky, W. B. Yeats, C.G. Jung, Hermann Hesse, Hans Jonas, Laurence Durrell, Jack Kerouac, Allen Ginsberg, Jorge Luis Borges κ.ά.) επηρεάστηκαν καίρια από αυτόν.

Συγγραφέας: Σ.Ι. Ράγκος
  • Jonas, H. The Gnostic Religion: The Message of the Alien God and the Beginnings of Christianity. Boston, 2001.
  • Meyer, M. ed. The Nag Hammadi Scriptures: The Revised and Updated Translation of Sacred Gnostic Texts. New York, 2007.
  • Turner, J.D., Moore, E. "Gnosticism." Gerson, L.P. ed. The Cambridge History of Philosophy in Late Antiquity, τόμος 1ος. Cambridge, 2010.
  • Robinson, J. M. ed. The Nag Hammadi Library in English . San Francisco, 1990.
  • Rudolph, K. Gnosis: The Nature and History of Gnosticism. New York, 1987.
Αρίστιππος

Αρίστιππος

Ο Αρίστιππος από την Κυρήνη (435-355 π.Χ.) εντάσσεται στους...

Ευθύδημος

Ευθύδημος

Μεταβατικός διάλογος ανάμεσα στην πρώιμη και τη μέση...

Διονύσιος Αρεοπαγίτης

Διονύσιος Αρεοπαγίτης

Τα συγγράμματα που παραδίδονται με το όνομα του Διονυσίου...

Παναίτιος & Ποσειδώνιος

Παναίτιος & Ποσειδώνιος

Στωικοί φιλόσοφοι που μελετούν και ενσωματώνουν στη...